καθελκυστήρας

καθελκυστήρας
ο
καθελκτήρας*
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθελκύω. Η λ.,στον λόγιο τ. καθελ-κυστήρ, μαρτυρείται από το 1872 στον Πέτρο Καλλιβούρση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”